- προδείελος
- -ον, Ααυτός που συμβαίνει ή γίνεται πριν από την εσπέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + δείελος «εσπερινός, δειλινός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προδείελος — before evening masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σήραγγα — Υπόγειο τμήμα σιδηροδρομικής γραμμής, τροχιόδρομου ή δρόμου. Οι σήραγγες διασχίζουν υψώματα, προστατεύουν τις σιδηροδρομικές γραμμές ή τους δρόμους σε εδάφη που κατολισθαίνουν ή διοχετεύουν την κίνηση των οχημάτων κάτω από την επιφάνεια των… … Dictionary of Greek